- δίχωρος
- -η, -ο1. ο διαιρεμένος σε δύο τμήματα2. (για σπίτι) το χωρισμένο με μια κάμαρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λήτη — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα… … Dictionary of Greek